Αμπάρι δημητριακών (σιλό)
Το αμπάρι ή σιλό χρησιμοποιείται για την αποθήκευση των δημητριακών. Η εμφάνιση της γεωργίας και της καλλιέργειας των δημητριακών κατά τη νεολιθική εποχή δημιούργησε την ανάγκη για αποθήκευση και προστασία της σοδειάς των δημητριακών καρπών για όλο το χρόνο. Η αποθήκευση τους αρχικά γινόταν μέσα σε πήλινα δοχεία, σε λάκκους και σε υπόγειες αποθηκευτικές κατασκευές μέσα στα σπίτια και σπανιότερα έξω από αυτά. Στοιχεία για τους τρόπους αποθήκευσης των δημητριακών στον Ελλαδικό χώρο προκύπτουν από ανασκαφές στους Νεολιθικούς οικισμούς, Δισπηλιού Καστοριάς (7.000 π.Χ.), Σέσκλου Μαγνησίας (6.800 π.Χ.), Διμηνίου Μαγνησίας (4.800 π.Χ.). Ενδείξεις για ειδικά κατασκευασμένα κτίρια μεγάλης κλίμακας αποθήκευσης σιτηρών, σιταποθήκες ή σιτοβολώνες εμφανίζονται στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά την έναρξη της Εποχής του Χαλκού κατά την Πρωτοελλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.). Κύριο χαρακτηριστικό των σιταποθηκών αυτής της εποχής είναι το κυκλικό σχήμα και το μεγάλο πάχος των τοίχων τους. Οι σημαντικότερες βρέθηκαν στον Ορχομενό της Βοιωτίας και στην Τίρυνθα της Αργολίδας.
Τα παραδοσιακά αμπάρια οικιακής χρήσης ποικίλουν ανάλογα με τη γεωγραφική θέση του οικισμού, τη χωρητικότητα, το τρόπο κατασκευής τους και διακρίνονται σε κινητά και σταθερά. Στα κινητά αμπάρια ανήκουν οι «κοφίνες» που είναι μεγάλα καλάθια πλεγμένα από ξύλο λυγαριάς, οι «κασέλες» κιβώτια από ξύλο οξιάς αλλά και μεγάλα δοχεία κατασκευασμένα από ξύλο πλατάνου και βελανιδιάς. Τα σταθερά αμπάρια, ξύλινα ή και πλινθόκτιστα, κατασκευάζονταν σε ιδιαίτερο χώρο στο εσωτερικό του σπιτιού και το μέγεθός τους καθορίζονταν τόσο από τη παραγωγή όσο και από το διαθέσιμο χώρο που υπήρχε. Αυτοί οι αποθηκευτικοί χώροι ονομάζονται και σιλό, από την ισπανική λέξη silo που πιθανόν προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό σιρός που σημαίνει δοχείο ή λάκκος για την φύλαξη των σιτηρών. Σήμερα, τα σιλό κατασκευάζονται από μπετόν ή μέταλλο, είναι ως επί το πλείστον στρογγυλά και έχουν μεγάλη χωρητικότητα.